- ψήλωμα
- το, -ατος1. το να ψηλώνει κανείς.2. ύψωμα γης, λοφίσκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψήλωμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροκκλησιάς. * * * το, Ν [ψηλώνω] 1. το να ψηλώνει, να παίρνει ύψος κάποιος ή κάτι (α. «το ψήλωμα τού σπιτιού» β. «το ψήλωμα τού… … Dictionary of Greek
υψωμα — ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] υψωμένο μέρος τού εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.) νεοελλ. 1. ύψωση, ανύψωση 2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα… … Dictionary of Greek
ψηλωσιά — η, Ν 1. το ψήλωμα 2. οικοδόμηση, το να υψώνονται οι τοίχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψηλωσ τού ψηλώνω (πρβλ. αόρ. ψήλωσα) + κατάλ. ιά (πρβλ. σκαλωσ ιά)] … Dictionary of Greek
ύψωση — η / ὕψωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑψῶ / ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υψώνω, ανέγερση, σήκωμα 2. μτφ. εξύμνηση, έπαινος, εγκώμιο («αἱ ὑψώσεις τοῡ Θεοῡ ἐν λάρυγγι αὐτῶν», ΠΔ) νεοελλ. αύξηση τών τιμών, ανατίμηση νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. α) η πράξη… … Dictionary of Greek
έξαρμα — το, ατος 1. ύψωμα, εξόγκωμα, φούσκωμα, ψήλωμα. 2. (αστρον.), η γωνιαία απόσταση του άξονα του κόσμου από τον ορίζοντα, η οποία καθορίζει το γεωγραφικό πλάτος ενός τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έπαρση — η 1. ανύψωση, ύψωση, υψωμός, ψήλωμα: Έπαρση της σημαίας. 2. μτφ., αλαζονεία, περηφάνια, υπεροψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούμπα — η (λ. λατ.) 1. λόφος, μικρό ύψωμα, ψήλωμα. 2. ακροβατική περιστροφή στον αέρα με το κεφάλι προς τα κάτω: Έκανε μια τούμπα πριν πατήσει στο έδαφος. 3. πέσιμο, κουτρουβάλα, κατρακύλισμα: Γλίστρησα και πήρα δυο τούμπες. 4. χάλκινο πνευστό μουσικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούσκωμα — το, ατος 1. διόγκωση: Γυρίζαμε πλάνα μάτια σε μιας θάλασσας πέρα τα φουσκώματα και τα πλάτια (Κ. Παλαμάς). 2. πρήξιμο: Το φούσκωμα στο μέτωπο έγινε από χτύπημα. 3. ύψωμα εδάφους, ψήλωμα: Εκεί στο φούσκωμα του κάμπου. 4. δυσφορία από στομαχική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλωσιά — η 1. ύψος. 2. ψήλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύψωμα — το, ατος 1. υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, τούμπα. 2. ύψωση (βλ. λ.). 3. (εκκλησ.), το κομμάτι που αφαιρείται από τον άρτο της πρόθεσης και δίνεται και ως αντίδωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)